ατειρής

ατειρής
ἀτειρής, -ές (Α)
1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός
2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές
ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ- του ρ. τείρω «θλίβω, εξαντλώ» (πρβλ. λατ. tero) είτε με παρέκταση σε κ < *ατερF-ής (πρβλ. τέρυ, Ησύχ.) «ασθενές», τρύω > «κατατρίβω, κατατρύχω») είτε με παρέκταση σε ι- < *ατερι-ής (πρβλ. λατ. trivi) είτε με μετρική έκταση αντί *ατερής. Η ατειρής < *ατερσ-ής ή < *ατερσ-ιής (πρβλ. τέρσομαι «ξηραίνομαι») δεν είναι ικανοποιητική. Το επίθ. ατειρής απαντά στην ποίηση με πιθανή σημασία «ακατάλυτος, σκληρός» (Όμ., Εμπ., Πίνδ., Θεόκρ.). Ειδικότερα στην Ιλιάδα χρησιμοποιείται συνήθως ως επίθετο του ορείχαλκου. Από την τελευταία αυτή χρήση της λ. προέκυψε η μεταφορική της σημασία «άκαμπτος», με την οποία απαντά ως χαρακτηρισμός προσώπων (Οδ.), ή για να δηλώσει τη σκληρή καρδιά ή τη δυνατή και σταθερή φωνή (Ιλ.) Τέλος, ο Εμπεδοκλής τη χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τα μάτια και τις ακτίνες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀτειρής — not to be rubbed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειρῆ — ἀτειρής not to be rubbed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀτειρής not to be rubbed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀτειρής not to be rubbed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειρεῖ — ἀτειρής not to be rubbed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀτειρής not to be rubbed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειρεῖς — ἀτειρής not to be rubbed masc/fem acc pl ἀτειρής not to be rubbed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειρέα — ἀτειρής not to be rubbed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀτειρής not to be rubbed masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειρές — ἀτειρής not to be rubbed masc/fem voc sg ἀτειρής not to be rubbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειροῦς — ἀτειρής not to be rubbed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειρέας — ἀτειρής not to be rubbed masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειρέε — ἀτειρής not to be rubbed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειρέες — ἀτειρής not to be rubbed masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”